Παραβάλλοντας

Παραβάλλοντας
Παραβάλλων
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραβάλλοντας — παραβάλλω throw beside pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …   Dictionary of Greek

  • αντεξετάζω — ἀντεξετάζω (Α) Ι. ενεργ. εξετάζω κάτι παραβάλλοντας το με κάτι άλλο, συγκρίνω II. ( ομαι) 1. μετριέμαι συγκρίνομαι με κάτι 2. έρχομαι σε αναμέτρηση με κάποιον 3. παρουσιάζομαι ως αντίδικος κάποιου, αντιδικώ …   Dictionary of Greek

  • διασυρμός — ο (AM διασυρμός) διαπόμπευση, δημόσιος εξευτελισμός νεοελλ. δυσφήμηση τής τιμής, τής υπολήψεως αρχ. σχήμα λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο παραβάλλοντάς το με το σημαντικό για να το γελοιοποιήσει …   Dictionary of Greek

  • κατάληψη — Μία από τις διαδοχικές φάσεις αυξανόμενης σαφήνειας, στις οποίες διακρίνουν οι κλασικοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι τη διαδικασία της γνώσης. Οι άλλες δύο είναι η αίσθηση και η αντίληψη. Ο Λάιμπνιτς, δημιουργός του όρου κ., ο Καντ, ο Χέρμπαρτ, ο… …   Dictionary of Greek

  • νέωτα — (Α) επίρρ. (συν. στη φρ.) «εἰς νέωτα» και «είς νέωτα» τον επόμενο χρόνο («εἰς νέωτα πολλῶν καὶ καλῶν πάλιν σοι πλήρης ἡ πόλις ἔσται», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τού νέος και ενός τ. τής λ. ἔτος* (πρβλ. πέρυσι). Μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • οικονομετρία — Διεθνής όρος πλασμένος από τα ελληνικά, ο οποίος χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κλάδου της οικονομικής επιστήμης, ο οποίος εφαρμόζει τις μεθόδους της οικονομικής ανάλυσης στα δεδομένα που προσφέρει η στατιστική, με σκοπό να δώσει την… …   Dictionary of Greek

  • παρακρινώ — έω, Μ κρίνω παραβάλλοντας, εκφέρω κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού παρακρίνω κατά τα συνηρημένα ρ.] …   Dictionary of Greek

  • Οξφόρδη — (Oxford). Πόλη (98 521 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη νότια Αγγλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.608 τ. χλμ., 578 900 κάτ.). Βρίσκεται στη συμβολή του Τσέργουελ με τον άνω ρου του Τάμεση (Άιζις, στην καρδιά της περιοχής που εκτείνεται… …   Dictionary of Greek

  • Χάλεϊ, Έντμουντ — (Halley, Χάγκερστον, Λονδίνο 1656 – Γκρίνουιτς 1742). Άγγλος αστρονόμος. Σε ηλικία 20 ετών στάλθηκε στο νησί της Αγίας Ελένης στον νότιο Ατλαντικό, για να συντάξει τον κατάλογο των αστέρων του νοτίου ημισφαιρίου και το 1679 δημοσίευσε τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”